Μετάβαση στο περιεχόμενο

imputrescible

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
imputrescible < λατινική imputrescibilis

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
imputrescible imputrescibles

imputrescible (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Αντώνυμα

[επεξεργασία]