Μετάβαση στο περιεχόμενο

inégalable

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
inégalable < in- + égal + -able

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
inégalable inégalables

inégalable (fr) αρσενικό ή θηλυκό