inégalable
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
inégalable | inégalables |
inégalable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
inégalable | inégalables |
inégalable (fr) αρσενικό ή θηλυκό