inéluctable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- inéluctable < λατινική ineluctabilis
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.ne.lyk.tabl/
- ⓘ
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
inéluctable | inéluctables |
inéluctable (fr) αρσενικό ή θηλυκό