in a hurry
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
in a hurry (en)
- don't do anything in a hurry- (εννοείται:) μην πάρεις βιαστικές αποφάσεις
- για κάτι που επείγει να γίνει σύντομα
- we'd better do something in a hurry - πρέπει να κάνουμε κάτι, και γρήγορα
- be in a hurry: βιάζομαι
- I must go now, I am in a hurry