Μετάβαση στο περιεχόμενο

in a hurry

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
in a hurry <  δείτε τις λέξεις in, a και hurry

Έκφραση

[επεξεργασία]

in a hurry (en)

  • (ιδιωματισμός) βιαστικά, με βιασύνη, βιάζομαι, για κάτι που επείγει να γίνει σύντομα
      he left in a hurry - έφυγε βιαστικά
      Why are you in such a hurry?
    Γιατί βιάζεσαι τόσο/έτσι;
      I am sorry, I am in a big hurry.
    Με συγχωρείς, βιάζομαι πολύ.
      We'd better do something in a hurry.
    Πρέπει να κάνουμε κάτι, και γρήγορα.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη hastily