in a nutshell
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- in a nutshell < μεταφραστικό δάνειο από τη λατινική in nuce
Έκφραση[επεξεργασία]
in a nutshell (en)
- εν συντομία, περιληπτικά, λακωνικά, με λίγα λόγια