in effect
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Έκφραση
[επεξεργασία]in effect (en) (ιδιωματισμός)
- από τα πράγματα, εκ των πραγμάτων, κατ' ουσίαν, στην πράξη, χρησιμοποιείται όταν δηλώνω ποια είναι τα γεγονότα μιας κατάστασης
- ↪ We are, in effect, obliged to take tough measures.
- Είμαστε υποχρεωμένοι από τα πράγματα/εκ των πραγμάτων να πάρουμε σκληρά μέτρα.
- ↪ He is, in effect, our leader.
- Αυτός είναι κατ' ουσίαν ο αρχηγός μας.
- ↪ The increase in inflation means, in effect, a decrease in incomes.
- Η άνοδος του πληθωρισμού σημαίνει στην πράξη μείωση των εισοδημάτων.
- ↪ We are, in effect, obliged to take tough measures.
- ενεργό, σε λειτουργία, σε ισχύ