in front

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

in front < → δείτε τις λέξεις in και front

Επίρρημα[επεξεργασία]

in front (en)

  • (ιδιωματισμός) μπροστά, σε μια θέση που είναι πιο μπροστά από κάποιον ή κάτι, αλλά όχι πολύ μακριά
    I go in front.
    Προχωρώ μπροστά.
    Short people in front and tall people in back.
    Μπροστά οι κοντοί και πίσω οι ψηλοί.
    He is in front and we are behind.
    Μπροστά αυτός και πίσω εμείς.
    From in front you can the sea and from behind the mountains.
    Aπό μπροστά βλέπεις τη θάλασσα κι από πίσω τα βουνά.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη ahead

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]