in order to
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
in order to (en)
- προκειμένου να
- ↪ In order to succeed, we must first believe that we can.
- Προκειμένου να πετύχουμε, πρέπει πρώτα να πιστέψουμε ότι μπορούμε.
- ↪ In order to succeed, we must first believe that we can.
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τον σύνδεσμο so that