in order to

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

in order to < → δείτε τις λέξεις in, order και to

Έκφραση[επεξεργασία]

in order to (en)

  • (ιδιωματισμός) για να, προκειμένου να, με σκοπό ή πρόθεση να κάνω ή να πετύχω κάτι
    -“Why is she going to the restaurant early?” -“In order to find a table.”
    -«Γιατί πηγαίνει νωρίς στο εστιατόριο;» -«Για να βρει τραπέζι.»
    In order to succeed, we must first believe that we can.
    Προκειμένου να πετύχουμε, πρέπει πρώτα να πιστέψουμε ότι μπορούμε.

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τον σύνδεσμο so that

Πηγές[επεξεργασία]