in the long run
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
in the long run (en)
- μακροπρόθεσμα, σε βάθος χρόνου
- ※ In the long run we are all dead
- Μακροπρόθεσμα όλοι (θα) είμαστε νεκροί
- John Maynard Keynes, A Tract on Monetary Reform (1923), κεφ. 3, σ. 80
- ※ In the long run we are all dead