in time

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

in time < → δείτε τις λέξεις in και time

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˌɪn ˈtaɪm/

Έκφραση[επεξεργασία]

in time (en) (ιδιωματισμός)

  1. εγκαίρως, προλαβαίνω, φτάνω έγκαιρα
    I'll take a nap. Will you wake me up in time for dinner?
    Θα πάρω έναν υπνάκο. Θα με ξυπνήσεις εγκαίρως για το δείπνο;
    If you had prepared in time, you would not now have the stress of exams.
    Αν είχες έγκαιρα προετοιμαστεί, δε θα είχες τώρα το άγχος των εξετάσεων.
    If we don’t get away in time
    Αν δεν προλάβουμε να το σκάσουμε…
  2. με την πάροδο του χρόνου, συν τω χρόνω
     συνώνυμα: as time goes by, as time passes, over time, with the passage of time, with the passing of time
     αντώνυμα: all at once, never
  3. ρυθμικά

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]