in writing
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Έκφραση
[επεξεργασία]in writing (en)
- (ιδιωματισμός) γραπτώς
- ⮡ I send them to her in writing.
- Της τα στέλνω γραπτώς.
- ⮡ I send them to her in writing.