inanité

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /i.na.ni.te/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
inanité inanités

inanité (fr) θηλυκό