Μετάβαση στο περιεχόμενο

inaudible

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
inaudible < in- + audible

Επίθετο

[επεξεργασία]

inaudible (en) (χωρίς παραθετικά)



      ενικός         πληθυντικός  
inaudible inaudibles

Επίθετο

[επεξεργασία]

inaudible (fr) αρσενικό ή θηλυκό