inauguration
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
inauguration | inaugurations |
inauguration (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η ορκωμοσία, η τελετή ανάληψης καθηκόντων
- ⮡ More people attended the inauguration of Obama than Trump.
- Περισσότεροι άνθρωποι παρακολούθησαν την ορκωμοσία του Ομπάμα από ό,τι του Τραμπ.
- ⮡ More people attended the inauguration of Obama than Trump.
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) τα εγκαίνια, τελετή κατά την οποία ένα κτίριο ή ένας οργανισμός εγκαινιάζεται επίσημα
- ⮡ Today is the inauguration of the new art museum.
- Σήμερα είναι τα εγκαίνια του νέου μουσείου τέχνης.
- ⮡ Today is the inauguration of the new art museum.
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
inauguration | inaugurations |
inauguration (fr) θηλυκό
- τα εγκαίνια