incandescence

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

incandescence (en)

  1. η πυράκτωση όπως ενός λαμπτήρα


      ενικός         πληθυντικός  
incandescence incandescences

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

incandescence (fr) θηλυκό