incandescence
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
incandescence (en)
- η πυράκτωση όπως ενός λαμπτήρα
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
incandescence | incandescences |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
incandescence (fr) θηλυκό