incapable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
incapable (en)
- an incapable administrator - ένας διαχειριστής που αδυνατεί να εκτελέσει τα καθήκοντά του
- he is incapable of learning foreign languages - αδυνατεί να μάθει ξένες γλώσσες
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
incapable (fr)