incentivise
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | incentivise |
γ΄ ενικό ενεστώτα | incentivises |
αόριστος | incentivised |
παθητική μετοχή | incentivised |
ενεργητική μετοχή | incentivising |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- incentivise < incentiv(e) + -ise (βρετανικό) / -ize (ΗΠΑ)
Ρήμα[επεξεργασία]
incentivise (en) (βρετανική γραφή)