incessant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | incessant |
συγκριτικός | more incessant |
υπερθετικός | most incessant |
Επίθετο[επεξεργασία]
incessant (en)
- (συνήθως κακόσημο) ασταμάτητος
- ↪ The noise of the cars is incessant.
- Ο θόρυβος των αυτοκινήτων είναι ασταμάτητος.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη continuous
- ↪ The noise of the cars is incessant.
Πηγές[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
incessant (fr)