incidento
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | incidento | incidentoj |
αιτιατική | incidenton | incidentojn |
incidento (eo)
- το συμβάν, το περιστατικό