incidento
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | incidento | incidentoj |
αιτιατική | incidenton | incidentojn |
incidento (eo)
- το συμβάν, το περιστατικό
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | incidento | incidentoj |
αιτιατική | incidenton | incidentojn |
incidento (eo)