incidir
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
incidir (pt) < από το λατινικό incidere
Ρήμα[επεξεργασία]
incidir (pt)
- λάμπω, πέφτω, φωτίζω για το φως
- συμβαίνω, γίνομαι, υλοποιούμαι
- επηρεάζω
- υπόκειμαι, αντιμετωπίζω (με το em)
- επιβάλλω, εφαρμόζω (με τα em και sobre)
- εστιάζομαι επικεντρώνομαι