incirconcis

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

incirconcis < in- + circoncis

Επίθετο[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό incirconcis incirconciss
θηλυκό incirconcise incirconcises

incirconcis (fr)

  1. που δεν έχει υποστεί περιτομή
  2. (θρησκεία) (για τους Εβραίους) που δεν ανήκει στον εβραϊκό λαό