incisive
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]- αναλυτικός στοχαστικά και συνάμα σαφής και στοχευμένος καίρια και σε βάθος, οξυδερκής, αυτός που έχει οξεία κρίση σε σύντομο χρονικό διάστημα, αποφασιστικός, ο λαμβάνων ταχέως ορθές αποφάσεις, άμεσος και καίριος ταυτοχρόνως
- διεισδυτικός
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
incisive | incisives |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]incisive (fr) θηλυκό
- ο κοπτήρας