incitation
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
incitation | incitations |
incitation (fr) θηλυκό
- η παρότρυνση, η προτροπή, η παρακίνηση, η υποκίνηση
ενικός | πληθυντικός |
incitation | incitations |
incitation (fr) θηλυκό