Μετάβαση στο περιεχόμενο

incito

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
incito < in + cito

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈin.ki.toː/

incito (la) (incitō1, incitāvī, incitātum, incitāre)