inclinement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- inclinement < incliner
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
inclinement | inclinements |
inclinement (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
inclinement | inclinements |
inclinement (fr) αρσενικό