incomber

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɛ̃.kɔ̃.be/

Ρήμα[επεξεργασία]

incomber (fr)

  1. (για υπευθυνότητες) επιβαρύνω
    je vous signale les responsabilités qui vous incombent