incomparable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
incomparable (en)
- ασύγκριτος, πάρα πολύ καλός
- (σπάνιο) που δεν μπορεί να συγκριθεί
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
incomparable | incomparables |
Επίθετο[επεξεργασία]
incomparable (fr) αρσενικό ή θηλυκό