Μετάβαση στο περιεχόμενο

incompréhensible

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
incompréhensible incompréhensibles

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
incompréhensible < λατινική incomprehensibilis

Επίθετο

[επεξεργασία]

incompréhensible (fr) αρσενικό ή θηλυκό


Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]