Μετάβαση στο περιεχόμενο

incorporation

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
incorporation incorporations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

incorporation (fr) θηλυκό

  1. η ενσωμάτωση
  2. η κατάταξη