Μετάβαση στο περιεχόμενο

increased

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]

increased (en)

  • (μόνο πριν από το ουσιαστικό) αυξημένος
      Production was not enough to satisfy the increased demand.
    Η παραγωγή δεν ήταν αρκετή για να ικανοποιήσει την αυξημένη ζήτηση.

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

increased (en)