increased
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]increased (en)
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) αυξημένος
- ⮡ Production was not enough to satisfy the increased demand.
- Η παραγωγή δεν ήταν αρκετή για να ικανοποιήσει την αυξημένη ζήτηση.
- ⮡ Production was not enough to satisfy the increased demand.
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]increased (en)