incurvé
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | incurvé | incurvés |
θηλυκό | incurvée | incurvées |
Επίθετο[επεξεργασία]
incurvé (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | incurvé | incurvés |
θηλυκό | incurvée | incurvées |
incurvé (fr)