Μετάβαση στο περιεχόμενο

indépendance

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
indépendance < indépendant

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
indépendance indépendances

indépendance (fr) θηλυκό

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]