indebted
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
indebted (en)
- υπόχρεος
- I am indebted to you for your assistance - σας είμαι υπόχρεος για τη βοήθειά σας