indemnité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
indemnité | indemnités |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
indemnité (fr) θηλυκό
- το επίδομα, η αποζημίωση (το ποσό που δίνεται)
ενικός | πληθυντικός |
indemnité | indemnités |
indemnité (fr) θηλυκό