indexer
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- indexer < index
Προφορά
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]indexer (fr)
- (δίκαιο, οικονομία) συνδέω την τιμή ενός προϊόντος πάνω στην τιμή ενός άλλου, τιμαριθμοποιώ