indiĝeno
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- indiĝeno < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | indiĝeno | indiĝenoj |
αιτιατική | indiĝenon | indiĝenojn |
indiĝeno (eo)
- ο ιθαγενής