indict
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
/ɪnˈdʌɪt/
Ρήμα[επεξεργασία]
indict (en)
- κατηγορώ, διώκω
- (νομική) (στο αμερικανικό δικαστικό σύστημα, για μια ομάδα ενόρκων) εγκρίνω τις κατηγορίες που προτείνει ο εισαγγελέας ώστε ο κατηγορούμενος να οδηγηθεί σε δίκη