Μετάβαση στο περιεχόμενο

indigence

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

indigence (en)

      ενικός         πληθυντικός  
indigence indigences

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

indigence (fr) θηλυκό