Μετάβαση στο περιεχόμενο

indigestion

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

indigestion (en)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]



      ενικός         πληθυντικός  
indigestion indigestions

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

indigestion (fr) θηλυκό