indignación
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ισπανικά (es)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
indignación | indignaciónes |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- indignación < λατινική indignationem
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /indiɡnaˈθjon/ (Ισπανία)
- ΔΦΑ : /indiɡnaˈsjon/ (Λατινική Αμερική)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]indignación (es) θηλυκό