indignation
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- indignation < μέση αγγλική indignacioun < παλαιά γαλλική indignation < λατινική indignatio
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˌɪn.dɪɡ.ˈneɪ.ʃən/
- ⓘ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]indignation (en) (μη μετρήσιμο)
- η αγανάκτηση
- ⮡ The people’s indignation at the constant price hikes has reached the breaking point.
- Η αγανάκτηση του κόσμου από τις συνεχείς ανατιμήσεις έχει φτάσει στο απροχώρητο.
- ⮡ The people’s indignation at the constant price hikes has reached the breaking point.
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
indignation | indignations |
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ɛ̃.di.ɲa.sjɔ̃/
- ⓘ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]indignation (fr) θηλυκό
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά γαλλικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γαλλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)