Μετάβαση στο περιεχόμενο

indispensable

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]

indispensable (en)



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
indispensable indispensables

indispensable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]