Μετάβαση στο περιεχόμενο

indissociable

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
indissociable indissociables

Επίθετο

[επεξεργασία]

indissociable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]