indistinguishability
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- indistinguishability < indistinguishable
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
indistinguishability (en)
- η κατάσταση στην οποία κάποιος είναι δυσδιάκριτος