Μετάβαση στο περιεχόμενο

indivíduo

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

indivíduo (pt) από το υστερολατινικό individuus

Επίρρημα

[επεξεργασία]

indivíduo (pt)

  1. άτομο
  2. μονάδα, ένας (και για ζώα)
  3. κάποιος, όταν δεν θέλετε ή δεν χρειάζεται ή δεν μπορείτε να αναφέρετε το όνομά του