indivíduo
Πορτογαλικά (pt) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
indivíduo (pt) από το υστερολατινικό individuus
Επίρρημα[επεξεργασία]
indivíduo (pt)
indivíduo (pt) από το υστερολατινικό individuus
indivíduo (pt)