ineffable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ineffable < (άμεσο δάνειο) γαλλική ineffable < λατινική ineffabilis

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɪˈnɛf.ə.bəl/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /ˌɪnˈɛf.ə.bəl/ (ΗΠΑ)
 

Επίθετο

[επεξεργασία]

ineffable (en)

  1. ανείπωτος, άφατος
     συνώνυμα: indescribable, inexpressible, unspeakable
  2. που απαγορεύεται να προφερθεί
     συνώνυμα: taboo, unspeakable, unutterable

Συγγενικά

[επεξεργασία]



      ενικός         πληθυντικός  
ineffable ineffables

Επίθετο

[επεξεργασία]

ineffable (fr) αρσενικό ή θηλυκό