infallible
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | infallible |
συγκριτικός | more infallible |
υπερθετικός | most infallible |
Επίθετο
[επεξεργασία]infallible (en)
- αλάθητος, αλάνθαστος
- ↪ No one is infallible.
- Κανείς δεν είναι αλάθητος.
- ↪ No one is infallible.