infanaĝo
(Ανακατεύθυνση από infanagxo)
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | infanaĝo | infanaĝoj |
αιτιατική | infanaĝon | infanaĝojn |
infanaĝo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | infanaĝo | infanaĝoj |
αιτιατική | infanaĝon | infanaĝojn |
infanaĝo (eo)