Μετάβαση στο περιεχόμενο

infatigable

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
infatigable < λατινική infatigabilis

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
infatigable infatigables

infatigable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
infatigable < λατινική infatigabĭlis

Επίθετο

[επεξεργασία]

infatigable (es) αρσενικό ή θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]