infekcja

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική infekcja infekcje
γενική infekcji infekcji(/infekcyj)
δοτική infekcji infekcjom
αιτιατική infekc infekcje
οργανική infekc infekcjami
τοπική infekcji infekcjach
κλητική infekcjo infekcje

Ετυμολογία [επεξεργασία]

infekcja < (άμεσο δάνειο) γερμανική Infektion

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

infekcja (pl) θηλυκό